- ἐπιβάθραν
- ἐπιβάθρᾱν , ἐπιβάθραladderfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβάθρα — ἐπιβάθρα, η (Α) 1. μεγάλη σκάλα για άνοδο στα τείχη κατά την έφοδο 2. σκάλα πλοίου 3. μέσο ή μέρος για προσέγγιση («ἐδόκει πλεῑν ἐπὶ τάς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἐλλάδος οὖσαν», Πλούτ.) 4. πρόφαση 5. κρηπίδα πολεμικών μηχανών 6. βάση, θεμέλιο.… … Dictionary of Greek